- λογχίμους
- λόγχιμοςof a spearmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλόνος — ο (AM κλόνος) κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός* νεοελλ. ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο μσν. αρχ. 1. σύγχυση, ταραχή 2.… … Dictionary of Greek
λόγχιμος — λόγχιμος, ον (Α) [λόγχη] αυτός που ανήκει σε λόγχη ή προέρχεται από λόγχη («κλόνους λογχίμους» κρότους που προέρχονται από λόγχες, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek